Πρίαμ'

Πρίαμ'
Πρίαμε , Πρίαμος
priam
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρίαμ' — πρίαμαι , πρίαμαι buy pres ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηλεΐδης — και Πηληϊάδης Α ο καταγόμενος από τον Πηλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • Τανταλίδης — ὁ, Α γιος ή απόγονος τού μυθικού βασιλιά τής Φρυγίας, τού Ταντάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος + επίθημα ίδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • πενητυλίδας — α, ὁ, Α πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πενητ ύλος (< πένης, ητος + υποκορ. κατάλ. νλος, πρβλ. Ηδύλος, Φειδύλος) + πατρωνυμικό επίθημα ίδᾱς / ίδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • φαεθοντίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που λάμπει, που ακτινοβολεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαέθων, οντος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Πριαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”